Βαλσαμίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βαλσαμίτσα οι Βαλσαμίτσες
      γενική της Βαλσαμίτσας
    αιτιατική τη Βαλσαμίτσα τις Βαλσαμίτσες
     κλητική Βαλσαμίτσα Βαλσαμίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βαλσαμίτσα < Βαλσαμ(ώ) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /val.saˈmi.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βαλσαμίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαλσαμώ