Βαυαρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βαυαρός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βαυαρός οι Βαυαροί
      γενική του Βαυαρού των Βαυαρών
    αιτιατική τον Βαυαρό τους Βαυαρούς
     κλητική Βαυαρέ Βαυαροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βαυαρός < Βαυαρ(ία) + -ός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.vaˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαυ‐α‐ρός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βαυαρός αρσενικό (θηλυκό Βαυαρή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]