Βενετούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βενετούλα οι Βενετούλες
      γενική της Βενετούλας
    αιτιατική τη Βενετούλα τις Βενετούλες
     κλητική Βενετούλα Βενετούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βενετούλα < Βενετ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βενετούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βενετία