Βενιαμίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βενιαμίν < εβραϊκή בנימין (binyāmīn) < בן (bén: γιος < πρωτοσημιτική *bin-) + ימין (yamín: δεξί χέρι < πρωτοσημιτική *yamīn-)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βενιαμίν αρσενικό άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα
  2. το τελευταίο και αγαπημένο παιδί των βιβλικών προσώπων Ιακώβ και Ραχήλ
  3. (μετωνυμία) στερνοπαίδι
    άλλες μορφές: βενιαμίν

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]