Βριλησσιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βριλησσιώτισσα < Βριλησσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾi.liˈsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρι‐λησ‐σιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βριλησσιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βριλησσιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βριλησσιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Βριλήσσια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βριλησσιώτης
Βριλησσιώτισσα
|