ΓΟΕΒ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΓΟΕΒ < Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Γ.Ο.Ε.Β. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων