Γίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γίτσα | οι | Γίτσες |
γενική | της | Γίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Γίτσα | τις | Γίτσες |
κλητική | Γίτσα | Γίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γίτσα < Αγλαΐα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γίτσα
|