Γερακαριώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γερακαριώτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γερακαριώτισσα οι Γερακαριώτισσες
      γενική της Γερακαριώτισσας των Γερακαριωτισσών
    αιτιατική τη Γερακαριώτισσα τις Γερακαριώτισσες
     κλητική Γερακαριώτισσα Γερακαριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γερακαριώτισσα < Γερακαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.ɾa.kaɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γε‐ρα‐καρ‐ιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γερακαριώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Γερακαριώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Ναυπακτία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γερακαριώτης