Γιαννίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γιαννίτσα οι Γιαννίτσες
      γενική της Γιαννίτσας
    αιτιατική τη Γιαννίτσα τις Γιαννίτσες
     κλητική Γιαννίτσα Γιαννίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γιαννίτσα < Γιάνν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τις λέξεις Ιωάννα και Ιωάννης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝaˈni.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γιαννίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιωάννα