Γιωτούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γιωτούλα | οι | Γιωτούλες |
γενική | της | Γιωτούλας | — | |
αιτιατική | τη | Γιωτούλα | τις | Γιωτούλες |
κλητική | Γιωτούλα | Γιωτούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γιωτούλα < Γιώτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → και δείτε τη λέξη Παναγιώτα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γιωτούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παναγιώτα
Γιωτούλα
|