Γκιουζεπίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκιουζεπίνα | οι | Γκιουζεπίνες |
γενική | της | Γκιουζεπίνας | — | |
αιτιατική | την | Γκιουζεπίνα | τις | Γκιουζεπίνες |
κλητική | Γκιουζεπίνα | Γκιουζεπίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκιουζεπίνα < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική Giuseppina (Τζουσεπίνα) → δείτε τη λέξη Ιωσηφίνα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκιουζεπίνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γκιουζεπίνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ίνα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)