Γκραβαρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Γκραβαρίτης αρσενικό (θηλυκό Γκραβαρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τα Γκράβαρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γκραβαρίτης
|
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γκραβαρίτης | οι | Γκραβαρίτηδες |
γενική | του | Γκραβαρίτη* | των | Γκραβαρίτηδων |
αιτιατική | τον | Γκραβαρίτη | τους | Γκραβαρίτηδες |
κλητική | Γκραβαρίτη | Γκραβαρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γκραβαρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Γκραβαρίτης αρσενικό (θηλυκό Γκραβαρίτη ή Γκραβαρίτου)
- → δείτε και το επώνυμο Κραβαρίτης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)