Γλυκοφιλούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γλυκοφιλούσα οι Γλυκοφιλούσες
      γενική της Γλυκοφιλούσας
    αιτιατική τη Γλυκοφιλούσα τις Γλυκοφιλούσες
     κλητική Γλυκοφιλούσα Γλυκοφιλούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γλυκοφιλούσα < μεσαιωνική ελληνική Γλυκοφιλούσα < γλυκοφιλώ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γλυκοφιλούσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]