Δάριζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δάριζα οι Δάριζες
      γενική της Δάριζας των Δαριζών
    αιτιατική τη Δάριζα τις Δάριζες
     κλητική Δάριζα Δάριζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δάριζα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈða.ɾi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δά‐ρι‐ζα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δάριζα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 213, 3 Νοεμβρίου 1961