Δαμαριωνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δαμαριωνίτης < Δαμαριώνας + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ða.maɾ.ʝoˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐μα‐ριω‐νί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δαμαριωνίτης αρσενικό (θηλυκό Δαμαριωνίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από τον Δαμαριώνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Δαμαριωνίτης
|