Διοκλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Διοκλῆς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Διοκλής οι Διοκλείς
Διοκλήδες**
      γενική του Διοκλή
Διοκλέους*
των Διοκλέων
Διοκλήδων
    αιτιατική τον Διοκλή τους Διοκλείς
Διοκλήδες
     κλητική Διοκλή Διοκλείς
Διοκλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Διοκλής < αρχαία ελληνική Διοκλῆς < Δι-ός, γενική του Ζεύς + -κλῆς (δοξασμένος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.oˈklis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δι‐ο‐κλής

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Διοκλής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]