ύλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
pt |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|ίλη}} |
|||
{{=el=}} |
{{=el=}} |
||
{{el-κλίσ-'νίκη'|ύλ|υλ}} |
|||
{{προσχέδιο}} |
|||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ὕλη]] |
||
{{-προφ-}} |
|||
:{{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|'i.li]]/ |
|||
{{-ουσ-|el}} |
{{-ουσ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# η [[ουσία]] από την οποία αποτελούνται όλα τα σώματα. Διαθέτει φυσικές και χημικές ιδιότητες, αποτελείται από μικροσκοπικά [[σωματίδιο|σωματίδια]] και μπορεί να βρίσκεται σε στερεή, υγρή ή αέρια μορφή |
|||
:{{προσχέδιο-ορισμ}} |
|||
#: ''οργανική / ανόργανη '''ύλη''''' |
|||
# καθετί που έχει [[μάζα]], [[όγκος|όγκο]] και [[βάρος]] και το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις |
|||
# η ουσία κατασκευής κάποιου πράγματος |
|||
#: ''ξύλινη / μεταλλική '''ύλη''''' |
|||
# κάθετι που φθείρεται και χρησιμοποιείται για να παραχθεί κάτι άλλο |
|||
#: ''καύσιμη '''ύλη''''' |
|||
# το περιεχόμενο ενός [[βιβλίο|βιβλίου]], μιας [[εφημερίδα|εφημερίδας]], ενός [[έντυπο|εντύπου]] |
|||
#: ''περιοδικό με πλούσια '''ύλη''''' |
|||
# το γνωστικό αντικείμενο που περιλαμβάνει ένα [[μάθημα]] |
|||
#: ''εξεταστέα / διδαχθείσα '''ύλη''''' |
|||
# το αντικείμενο για το οποίο είναι κάποιος [[αρμόδιος]] |
|||
# καθετί που [[εκκρίνω|εκκρίνει]] το σώμα φυσιολογικά ή παθολογικά |
|||
# τα υλικά αγαθά, οι [[απόλαυση|απολαύσεις]] του φαγητού, του ποτού κ.λπ. (σε αντίθεση με τις πνευματικές απολαύσεις} |
|||
#: ''το κυνήγι της '''ύλης''' απασχολεί τον σύγχρονο άνθρωπο'' |
|||
{{-εκφρ-}} |
|||
* '''γραφική ύλη''' : οτιδήποτε είναι απαραίτητο για την γραφή ή την εξυπηρετεί |
|||
* '''εφ' όλης της ύλης''' : στα πάντα |
|||
* '''καθ' ύλην αρμόδιος''' : ο αρμόδιος για ένα θέμα |
|||
* '''καθ' ύλην αρμόδιο [[δικαστήριο]]''' : το δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα να εκδικάζει μια υπόθεση |
|||
* '''πρώτη ύλη''' : κάλε υλικό αγαθό που χρησιμοποιείται σε πρωτογενή ή δευτερογενή μορφή στη βομηχανία ή τη βιοτεχνία για την παραγωγή άλλων αγαθών |
|||
* '''συνθετική ύλη''' : το υλικό που έχει παραχθεί με συνθετικά μέσα, όχι φυσικά |
|||
{{-συγγ-}} |
|||
* [[υλικό]] |
|||
* [[υλισμός]] |
|||
* [[υλιστής]] |
|||
* [[υλιστικός]] |
|||
{{-συνθ-}} |
|||
* [[άυλος]] |
|||
* [[εξαϋλώνω]] |
|||
* [[υλικοτεχνικός]] |
|||
* [[υλοζωισμός]] |
|||
* [[υλοζωιστής]] |
|||
* [[υλομορφισμός]] |
|||
* [[υλοποίηση]] |
|||
* [[υλοποιώ]] |
|||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
{{(}} |
{{(}} |
Αναθεώρηση της 10:52, 11 Μαρτίου 2008
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύλη | οι | ύλες |
γενική | της | ύλης | των | υλών |
αιτιατική | την | ύλη | τις | ύλες |
κλητική | ύλη | ύλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ύλη < αρχαία ελληνική ὕλη
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; : /'i.li/
Πρότυπο:-ουσ- ύλη θηλυκό
- η ουσία από την οποία αποτελούνται όλα τα σώματα. Διαθέτει φυσικές και χημικές ιδιότητες, αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια και μπορεί να βρίσκεται σε στερεή, υγρή ή αέρια μορφή
- οργανική / ανόργανη ύλη
- καθετί που έχει μάζα, όγκο και βάρος και το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις
- η ουσία κατασκευής κάποιου πράγματος
- ξύλινη / μεταλλική ύλη
- κάθετι που φθείρεται και χρησιμοποιείται για να παραχθεί κάτι άλλο
- καύσιμη ύλη
- το περιεχόμενο ενός βιβλίου, μιας εφημερίδας, ενός εντύπου
- περιοδικό με πλούσια ύλη
- το γνωστικό αντικείμενο που περιλαμβάνει ένα μάθημα
- εξεταστέα / διδαχθείσα ύλη
- το αντικείμενο για το οποίο είναι κάποιος αρμόδιος
- καθετί που εκκρίνει το σώμα φυσιολογικά ή παθολογικά
- τα υλικά αγαθά, οι απολαύσεις του φαγητού, του ποτού κ.λπ. (σε αντίθεση με τις πνευματικές απολαύσεις}
- το κυνήγι της ύλης απασχολεί τον σύγχρονο άνθρωπο
- γραφική ύλη : οτιδήποτε είναι απαραίτητο για την γραφή ή την εξυπηρετεί
- εφ' όλης της ύλης : στα πάντα
- καθ' ύλην αρμόδιος : ο αρμόδιος για ένα θέμα
- καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο : το δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα να εκδικάζει μια υπόθεση
- πρώτη ύλη : κάλε υλικό αγαθό που χρησιμοποιείται σε πρωτογενή ή δευτερογενή μορφή στη βομηχανία ή τη βιοτεχνία για την παραγωγή άλλων αγαθών
- συνθετική ύλη : το υλικό που έχει παραχθεί με συνθετικά μέσα, όχι φυσικά
|
|