λαλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
{{-συγγ-}} |
{{-συγγ-}} |
||
* [[λαλώ]] |
* [[λαλώ]] |
||
* [[λάλημα]] |
|||
* [[λαλίστατος]] |
* [[λαλίστατος]] |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 18: | ||
{{(}} |
{{(}} |
||
* {{en}} : {{ξεν|en|voice}} |
|||
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 19:12, 25 Μαρτίου 2008
- λαλιά < αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ
Πρότυπο:-ουσ- λαλιά θηλυκό
- η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
- έχασε τη λαλιά του
- η γλώσσα
- η ελληνική λαλιά
|