ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 46: | Γραμμή 46: | ||
* {{fr}} : {{ξεν|fr|écouter}}, {{ξεν|fr|entendre}} |
* {{fr}} : {{ξεν|fr|écouter}}, {{ξεν|fr|entendre}} |
||
* {{de}} : {{ξεν|de|hören}}, {{ξεν|de|zuhören}} |
* {{de}} : {{ξεν|de|hören}}, {{ξεν|de|zuhören}} |
||
* {{es}} : {{ξεν|es| |
* {{es}} : {{ξεν|es|oír}}, {{ξεν|es|escuchar}} |
||
<!-- * {{yi}} : {{ξεν|yi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{yi}} : {{ξεν|yi|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ka}} : {{ξεν|ka|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ka}} : {{ξεν|ka|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 11:45, 2 Απριλίου 2008
- ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω
Πρότυπο:-ρημ- ακούω και ακούγω
- (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
- Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
- (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αυτί
- Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
- (μεταβατικό) πληροφορούμαι
- Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
- (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
- -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
- δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
- Ακούστε με, σας παρακαλώ!
- (αρνητικά) δεν με ενδιαφέρει κάτι
- Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
- Αυτό το παιδί δεν με ακούει πια καθόλου.