δεύτερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
:{{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|'ðɛf.tɛ.ɾɔ]]/ {{ο}}
:{{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|'ðɛf.tɛ.ɾɔ]]/ {{ο}}
{{-αριθ-|el}}
{{-αριθ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}} -η/-α -ο'''
# (''τακτικό'') που ακολουθεί τον [[πρώτος|πρώτο]], που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν [[δύο]] (2)
# {{προσχέδιο-ορισμ}}
#: ''ήρθε ''δεύτερος'' και καταϊδρωμένος''

#: ''η κόρη μου πάει στη '''δευτέρα''' τάξη''
{{-επιθ-|el}}
'''{{PAGENAME}} -τερη/-τέρα -τερο'''
# [[κατώτερος]] σε ποιότητα ή τάξη
#: '''''δεύτερης''' ποιότητας, '''δευτέρας''' διαλογής''
{{-εκφρ-}}
{{-εκφρ-}}
* '''(από) δεύτερο [[χέρι]]''' : για κάτι μεταχειρισμένο
* '''(από) δεύτερο [[χέρι]]''' : για κάτι μεταχειρισμένο
<!-- {{-συγγ-}} -->
{{-συγγ-}}
* [[Δευτέρα]]
<!-- {{-συνθ-}} -->
* [[δεύτερο]]
<!-- {{-συνων-}} -->
<!-- {{-αντ-}} -->
{{-συνθ-}}
* [[δευτερόλεπτο]]
<!-- {{-βλεπ-}} -->
{{πολυ-ουσ}}
* [[Δευτέρα Παρουσία]]



{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}

Αναθεώρηση της 07:34, 11 Απριλίου 2008

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεύτερος η δεύτερη το δεύτερο
      γενική του δεύτερου της δεύτερης του δεύτερου
    αιτιατική τον δεύτερο τη δεύτερη το δεύτερο
     κλητική δεύτερε δεύτερη δεύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεύτεροι οι δεύτερες τα δεύτερα
      γενική των δεύτερων των δεύτερων των δεύτερων
    αιτιατική τους δεύτερους τις δεύτερες τα δεύτερα
     κλητική δεύτεροι δεύτερες δεύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

δεύτερος < Πρότυπο:προσχέδιο-ετυμ

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;: /'ðɛf.tɛ.ɾɔs/ αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;: /'ðɛf.tɛ.ɾi/ θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;: /'ðɛf.tɛ.ɾɔ/ ουδέτερο

Πρότυπο:-αριθ- δεύτερος -η/-α -ο

  1. (τακτικό) που ακολουθεί τον πρώτο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν δύο (2)
    ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος
    η κόρη μου πάει στη δευτέρα τάξη

Πρότυπο:-επιθ- δεύτερος -τερη/-τέρα -τερο

  1. κατώτερος σε ποιότητα ή τάξη
    δεύτερης ποιότητας, δευτέρας διαλογής

Πρότυπο:-εκφρ-

  • (από) δεύτερο χέρι : για κάτι μεταχειρισμένο

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:πολυ-ουσ


Πρότυπο:-μτφ-