ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: en:ασθενής |
||
Γραμμή 113: | Γραμμή 113: | ||
{{κλείδα ταξινόμησης|ασθενησ}} |
{{κλείδα ταξινόμησης|ασθενησ}} |
||
[[en:ασθενής]] |
Αναθεώρηση της 06:54, 16 Μαΐου 2008
- ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασθενής | η | ασθενής | το | ασθενές |
γενική | του | ασθενούς* | της | ασθενούς | του | ασθενούς |
αιτιατική | τον | ασθενή | την | ασθενή | το | ασθενές |
κλητική | ασθενή(ς) | ασθενής | ασθενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασθενείς | οι | ασθενείς | τα | ασθενή |
γενική | των | ασθενών | των | ασθενών | των | ασθενών |
αιτιατική | τους | ασθενείς | τις | ασθενείς | τα | ασθενή |
κλητική | ασθενείς | ασθενείς | ασθενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο
- που είναι άρρωστος
- Οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά.
- ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη
- ο πομπός εξέπεμπε ένα ασθενές σήμα
- το ασθενές φύλο.
|
Πρότυπο:-ουσ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό