θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή της σύνταξης του προτύπου ΔΦΑ
μ Ρομπότ: Προσθήκη: de:θησαυρός
Γραμμή 98: Γραμμή 98:
{{κλείδα ταξινόμησης|θησαυροσ}}
{{κλείδα ταξινόμησης|θησαυροσ}}


[[de:θησαυρός]]
[[en:θησαυρός]]
[[en:θησαυρός]]

Αναθεώρηση της 12:41, 16 Μαΐου 2008

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός' Πρότυπο:-ετυμ-

θησαυρός < αρχαία ελληνική θησαυρός

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Πρότυπο:-ουσ-

ο θησαυρός του Aτρέως

θησαυρός αρσενικό

  1. σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
    ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
  2. (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
    έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
  3. κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
  4. πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
    εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
  5. πρόσωπο πολύ αγαπητό
    θησαυρέ μου!
  6. ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
    αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
  7. (αρχαιολογία) οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
    ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
  8. (αρχαιολογία) χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
    ο θησαυρός του Aτρέως
  9. (φιλολογία) λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
    ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας

Πρότυπο:-εκφρ-

οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου


Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:-μτφ-

Πρότυπο:=grc=

Πρότυπο:-ουσ- Πρότυπο:grc-β-κλίσ-αθ-'ναός' θησαυρός αρσενικό

  • κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
  • οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
ο θησαυρός του Aτρέως