μήτρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 73: | Γραμμή 73: | ||
{{κλείδα ταξινόμησης|μητρα}} |
{{κλείδα ταξινόμησης|μητρα}} |
||
[[en:μήτρα]] |
|||
[[fr:μήτρα]] |
[[fr:μήτρα]] |
||
[[li:μήτρα]] |
Αναθεώρηση της 16:28, 16 Μαΐου 2008
- < αρχαίο ελληνικό μήτρα < μήτηρ
Πρότυπο:-ουσ- μήτρα θηλυκό
- μυώδες κοίλο όργανο του γεννητικού συστήματος των γυναικών που βρίσκεται στη λεκάνη ανάμεσα στην ουροδόχο κύστη και το ορθό έντερο· στα τοιχώματά της προσκολλάται το γονιμοποιημένο ωάριο και στη συνέχεια στο εσωτερικό της αναπτύσσεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του.
- στην πλαστική, τη χαρακτική ή τη μεταλλουργία: το καλούπι
- Οι μήτρες των πρώτων χαρτονομισμάτων φυλάσσονται στο μουσείο.
- ο χώρος όπου διαμορφώνονται ιδέες, αξίες, πολιτισμοί κ.λπ. που στη συνέχεια διαδίδονται και αποκτούν καθολική ακτινοβολία
- η αρχαία Ελλάδα υπήρξε η μήτρα του πολιτισμού
- ενδομήτριος, ενδομήτριο
- εξωμήτριος
- μητρορραγία
- μητρομανία
- μητρομανής
- μητροσκόπηση
- μητροσκόπιο
- παραμήτριος
- παραμητρίτιδα
- παραμητρικός
|
|