τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: fi:τράπεζα, li:τράπεζα |
μ Τονικό σημάδι ΔΦΑ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} ''τράπεζα''< *τρα (<''[[τέτταρες]]'') + [[πέζα]] (=''[[πους]]'') |
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} ''τράπεζα''< *τρα (<''[[τέτταρες]]'') + [[πέζα]] (=''[[πους]]'') |
||
{{-προφ-}} |
{{-προφ-}} |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|ˈtɾa.pɛ.za}} |
||
{{-ουσ-|el}} |
{{-ουσ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
Αναθεώρηση της 15:10, 20 Δεκεμβρίου 2008
Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'ώρα' Πρότυπο:-ετυμ-
- τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα< *τρα (<τέτταρες) + πέζα (=πους)
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
πιστωτικός οργανισμός
|
κτήριο με υποκατάστημα
|
τόπος για φύλαξη υλικών
|