ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: uk |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{-ρημ-|el}} |
{{-ρημ-|el}} |
||
{{el-κλίσ-'ακούω'|ακού}} |
|||
'''{{PAGENAME}}''' ''και'' [[ακούγω]] |
'''{{PAGENAME}}''' ''και'' [[ακούγω]] |
||
* (''αμετάβατο'') έχω την αίσθηση της [[ακοή]]ς |
* (''αμετάβατο'') έχω την αίσθηση της [[ακοή]]ς |
||
Γραμμή 54: | Γραμμή 55: | ||
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{eo}} : {{ξεν|eo|aŭdi}} |
|||
<!-- * {{zu}} : {{ξεν|zu|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{zu}} : {{ξεν|zu|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ja}} : {{ξεν|ja|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ja}} : {{ξεν|ja|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 16:18, 11 Φεβρουαρίου 2009
- ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακούω | άκουγα | θα ακούω | να ακούω | ακούγοντας | |
β' ενικ. | ακούς | άκουγες | θα ακούς | να ακούς | άκουγε | |
γ' ενικ. | ακούει | άκουγε | θα ακούει | να ακούει | ||
α' πληθ. | ακούμε | ακούγαμε | θα ακούμε | να ακούμε | ||
β' πληθ. | ακούτε | ακούγατε | θα ακούτε | να ακούτε | ακούετε | |
γ' πληθ. | ακούνε | άκουγαν ακούγανε |
θα ακούνε | να ακούνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άκουσα | θα ακούσω | να ακούσω | ακούσει | ||
β' ενικ. | άκουσες | θα ακούσεις | να ακούσεις | άκουσε | ||
γ' ενικ. | άκουσε | θα ακούσει | να ακούσει | |||
α' πληθ. | ακούσαμε | θα ακούσουμε | να ακούσουμε | |||
β' πληθ. | ακούσατε | θα ακούσετε | να ακούσετε | ακούστε | ||
γ' πληθ. | άκουσαν ακούσαν(ε) |
θα ακούσουν(ε) | να ακούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακούσει | είχα ακούσει | θα έχω ακούσει | να έχω ακούσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακούσει | είχες ακούσει | θα έχεις ακούσει | να έχεις ακούσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακούσει | είχε ακούσει | θα έχει ακούσει | να έχει ακούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακούσει | είχαμε ακούσει | θα έχουμε ακούσει | να έχουμε ακούσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακούσει | είχατε ακούσει | θα έχετε ακούσει | να έχετε ακούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακούσει | είχαν ακούσει | θα έχουν ακούσει | να έχουν ακούσει |
|
ακούω και ακούγω
- (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
- Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
- (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αυτί
- Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
- (μεταβατικό) πληροφορούμαι
- Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
- (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
- -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
- δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
- Ακούστε με, σας παρακαλώ!
- (αρνητικά) δεν με ενδιαφέρει κάτι
- Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
- Αυτό το παιδί δεν με ακούει πια καθόλου.