κοντός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: en:κοντός, pl:κοντός
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή ξεν με τ
Γραμμή 79: Γραμμή 79:
{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή|άνθρωπος με μικρό ανάστημα}}
{{μτφ-αρχή|άνθρωπος με μικρό ανάστημα}}
* {{en}} : {{ξεν|en|small}}, {{ξεν|en|little}}
* {{en}} : {{τ|en|small}}, {{τ|en|little}}
* {{fr}} : {{ξεν|fr|petit}}
* {{fr}} : {{τ|fr|petit}}
{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
* {{de}} : {{ξεν|de|klein}}
* {{de}} : {{τ|de|klein}}
* {{it}} : {{ξεν|it|piccolo}}
* {{it}} : {{τ|it|piccolo}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{μτφ-αρχή|αντικείμενο με μικρό ύψος}}
{{μτφ-αρχή|αντικείμενο με μικρό ύψος}}
* {{en}} : {{ξεν|en|low}}
* {{en}} : {{τ|en|low}}
{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
* {{fr}} : {{ξεν|fr|bas}}
* {{fr}} : {{τ|fr|bas}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{μτφ-αρχή|αντικείμενο με μικρό μήκος}}
{{μτφ-αρχή|αντικείμενο με μικρό μήκος}}
* {{en}} : {{ξεν|en|short}}
* {{en}} : {{τ|en|short}}
* {{fr}} : {{ξεν|fr|court}}
* {{fr}} : {{τ|fr|court}}
* {{de}} : {{ξεν|de|kurz}}
* {{de}} : {{τ|de|kurz}}
* {{it}} : {{ξεν|it|corto}}
* {{it}} : {{τ|it|corto}}
* {{es}} : {{ξεν|es|corto}}
* {{es}} : {{τ|es|corto}}
{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
* {{hu}} : {{ξεν|hu|rövid}}
* {{hu}} : {{τ|hu|rövid}}
* {{pt}} : {{ξεν|pt|curto}}
* {{pt}} : {{τ|pt|curto}}
* {{sv}} : {{ξεν|sv|kort}}
* {{sv}} : {{τ|sv|kort}}
* {{fi}} : {{ξεν|fi|lyhyt}}
* {{fi}} : {{τ|fi|lyhyt}}
* {{hi}} : {{ξεν|hi|छोटा}} (chotā)
* {{hi}} : {{τ|hi|छोटा}} (chotā)
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 17:08, 21 Φεβρουαρίου 2009

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

  • κοντός < από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό κοντός < κοντάρι

Πρότυπο:-επιθ-

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντός η κοντή το κοντό
      γενική του κοντού της κοντής του κοντού
    αιτιατική τον κοντό την κοντή το κοντό
     κλητική κοντέ κοντή κοντό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοί οι κοντές τα κοντά
      γενική των κοντών των κοντών των κοντών
    αιτιατική τους κοντούς τις κοντές τα κοντά
     κλητική κοντοί κοντές κοντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κοντός, -ή, -ό

  • (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
 συνώνυμα: δείτε πιο κάτω
Πρότυπο:αντιθ ψηλός
  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
Πρότυπο:αντιθ ψηλός
  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
 συνώνυμα: βραχύς
Πρότυπο:αντιθ μακρύς

Πρότυπο:-ουσ- κοντός αρσενικό

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνων- για άνθρωπο ή ζώο

Πρότυπο:-μτφ-