vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: io
μ robot Adding: es:vieux
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
[[de:vieux]]
[[de:vieux]]
[[en:vieux]]
[[en:vieux]]
[[es:vieux]]
[[et:vieux]]
[[et:vieux]]
[[fr:vieux]]
[[fr:vieux]]

Αναθεώρηση της 02:25, 18 Οκτωβρίου 2006

Γαλλικά

vieux (πριν απο σύμφωνο) vieil (πριν απο φωνήεν) vieille (στο θηλυκό)

Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.

Un vieux, une vieille. Ένας γέρος, μια γριά.

Un vieil ami. Ένας παλιός φίλος.