σύντομος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
fr
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
{{-}}
* {{fr}} : {{τ|fr|bref}}, {{τ|fr|court}}
* {{fr}} : {{τ|fr|bref}}, {{τ|fr|court}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 36: Γραμμή 37:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{-}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 56: Γραμμή 55:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{)}}
{{)}}



Αναθεώρηση της 19:08, 1 Μαρτίου 2009

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύντομος η σύντομη το σύντομο
      γενική του σύντομου της σύντομης του σύντομου
    αιτιατική τον σύντομο τη σύντομη το σύντομο
     κλητική σύντομε σύντομη σύντομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύντομοι οι σύντομες τα σύντομα
      γενική των σύντομων των σύντομων των σύντομων
    αιτιατική τους σύντομους τις σύντομες τα σύντομα
     κλητική σύντομοι σύντομες σύντομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

σύντομος < αρχαία ελληνική σύντομος

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Πρότυπο:-επιθ- σύντομος, -η, -ο

  1. που έχει μικρή διάρκεια
  2. (για κείμενο) που έχει μικρή έκταση

Πρότυπο:-μτφ-