ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσχέδιο-ορισμ |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{=el=}} |
{{=el=}} |
||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}} |
||
{{-ρημ-|el}} |
{{-ρημ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|ξάπλωνα|ξαπλώσω|ξάπλωσα|ξαπλώνομαι|ξαπλωμένος}} |
|||
'''{{PAGENAME}}''' |
|||
# {{αμτβ}} τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση |
|||
* {{προσχέδιο-ορισμ}} |
|||
# {{αμτβ}} πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ |
|||
#: ''θα πάω να '''ξαπλώσω''' για λίγο'' |
|||
# {{μτβ}} τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι |
|||
# {{μτβ}} ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα |
|||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
Αναθεώρηση της 19:54, 18 Ιουνίου 2009
- ξαπλώνω < Πρότυπο:προσχέδιο-ετυμ
Πρότυπο:-ρημ- ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος
- (αμετάβατο) τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
- (αμετάβατο) πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
- θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
- (μεταβατικό) ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα