vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή ξεν με τ
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +ta:vieux
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
[[ru:vieux]]
[[ru:vieux]]
[[sd:vieux]]
[[sd:vieux]]
[[ta:vieux]]
[[tr:vieux]]
[[tr:vieux]]
[[zh:vieux]]
[[zh:vieux]]

Αναθεώρηση της 23:52, 10 Ιουλίου 2009

Πρότυπο:=fr=

Πρότυπο:-επιθ-

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρος, γέρικος
    Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.

Πρότυπο:-ουσ- vieux (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. Un vieux, une vieille. - Ένας γέρος, μια γριά.
  2. παλιός
    Un vieil ami. - Ένας παλιός φίλος.