τρέφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +en:τρέφω |
μ iwiki +fr:τρέφω |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
[[en:τρέφω]] |
[[en:τρέφω]] |
||
[[fr:τρέφω]] |
|||
[[it:τρέφω]] |
[[it:τρέφω]] |
Αναθεώρηση της 00:38, 13 Ιουλίου 2009
- τρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ρημ- τρέφω
- παρέχω σε κάποιον τροφή, φαγητό
- παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
- έχω, νιώθω
- τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του
- αφήνω να αναπτυχθεί
- τρέφω μούσι
- εκτρέφω ζώα
- (για τραύμα / πληγή) επουλώνομαι, κλείνω