ωριμάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ορισμός |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}} |
||
{{-ρημ-|el}} |
{{-ρημ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
Γραμμή 18: | Γραμμή 19: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
{{(}} |
{{(}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|ripen}}, {{τ|en|mature}} |
* {{en}} : to {{τ|en|ripen}}, to {{τ|en|mature}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 07:55, 17 Αυγούστου 2009
- ωριμάζω < Πρότυπο:προσχέδιο-ετυμ
Πρότυπο:-ρημ- ωριμάζω
- (αμετάβατο) (για φρούτο ή λαχανικό) αποκτώ την τελική μου μορφή (μέγεθος, χρώμα κλπ)
- τα μήλα στην αυλή μας ωριμάζουν τώρα, πάρε μερικά μαζί σου αν θες
- (αμετάβατο) (για άνθρωπο) αποκτώ τις απαιτούμενες πνευματικές ικανότητες που μου επιτρέπουν να φέρομαι και να λειτουργώ ως ενήλικος στην κοινωνία
- αυτό το παιδί δεν λέει να ωριμάσει ποτέ, θυμώνει και βάζει τις φωνές με το παραμικρό
- (αμετάβατο) (για άνθρωπο ή ζώο) μεγαλώνω, γίνομαι ενήλικος
- οι γάτες ωριμάζουν μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο
- (αμετάβατο) (για συνθήκες, καταστάσεις κλπ) φτάνω σε κατάλληλο στάδιο ώστε να γίνει κάτι (συνήθως επιθυμητό)
- οι συνθήκες έχουν πια ωριμάσει για την εκλογή ενός μαύρου στην προεδρία των ΗΠΑ
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι να ωριμάσει
- ο ήλιος ωριμάζει τα σταφύλια