πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Costas (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή τίτλων σε πρότυπα
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
#:''Έφαγα χοντρό πακέτο.''
#:''Έφαγα χοντρό πακέτο.''
{{-συγγ-}}
{{-συγγ-}}
*[[πακετάρω]]
* [[πακετάρω]]
*[[πακεταρισμένος]]
* [[πακεταρισμένος]]
{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
{| border=0 width=100%
{| border=0 width=100%

Αναθεώρηση της 18:31, 8 Νοεμβρίου 2006

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

  1. Από το ιταλικό pacchetto.
  2. (Το ίδιο.)
  3. Από το αγγλικό package.

Πρότυπο:-ουσ- πακέτο ουδέτερο

  1. Δέμα {π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί.
    Ο ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο.
  2. Κουτί με τσιγάρα.
    Αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα).
  3. (όρος της οικονομίας) Σύνολο προτάσεων προς μελέτη.
    Ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη.
  4. (αργκό:) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
    Έφαγα χοντρό πακέτο.

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-