θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μ Ανάκληση των αλλαγών 90.1.245.22 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flyax) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{=el=}} |
{{=el=}} |
||
⚫ | |||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''[[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|θησαυρός]]''' |
||
{{-προφ-}} |
{{-προφ-}} |
||
{{ΔΦΑ|θi.sav.ˈɾɔs}} |
{{ΔΦΑ|θi.sav.ˈɾɔs}} |
||
⚫ | |||
{{-ουσ-|el}} |
{{-ουσ-|el}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# σύνολο [[πολύτιμος|πολύτιμων]] αντικειμένων, [[κειμήλιο|κειμηλίων]] ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς |
# σύνολο [[πολύτιμος|πολύτιμων]] αντικειμένων, [[κειμήλιο|κειμηλίων]] ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς |
||
Γραμμή 27: | Γραμμή 25: | ||
# {{φιλολ}} λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας |
# {{φιλολ}} λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας |
||
#: ''ο '''θησαυρός''' της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας'' |
#: ''ο '''θησαυρός''' της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας'' |
||
{{-εκφρ-}} |
{{-εκφρ-}} |
||
* '''άνθρακες ο θησαυρός''': η [[διάψευση]] των [[προσδοκία|προσδοκιών]] |
* '''άνθρακες ο θησαυρός''': η [[διάψευση]] των [[προσδοκία|προσδοκιών]] |
||
Γραμμή 107: | Γραμμή 104: | ||
[[de:θησαυρός]] |
[[de:θησαυρός]] |
||
[[en:θησαυρός]] |
[[en:θησαυρός]] |
||
[[fr:θησαυρός]] |
Αναθεώρηση της 14:54, 7 Σεπτεμβρίου 2009
Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός' Πρότυπο:-ετυμ-
- θησαυρός < αρχαία ελληνική θησαυρός
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ουσ- θησαυρός αρσενικό
- σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
- ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
- (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
- έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
- κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
- πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
- εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
- πρόσωπο πολύ αγαπητό
- θησαυρέ μου!
- ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
- αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
- Πρότυπο:αρχαιολ οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
- Πρότυπο:αρχαιολ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως
- Πρότυπο:φιλολ λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
- ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας
- άνθρακες ο θησαυρός: η διάψευση των προσδοκιών
- καλλιτεχνικοί / αρχαιολογικοί θησαυροί: έργα τέχνης ή αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης αξίας
- οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου
|
|
Πρότυπο:=grc= Πρότυπο:-ουσ- Πρότυπο:grc-β-κλίσ-αθ-'ναός' θησαυρός αρσενικό
- κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
- ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
- οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
- χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως