inquiéter: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
ετυμολογία
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=fr=}}
{{=fr=}}

{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ la|FR}} [[inquietare]]


{{-προφ-}}
{{-προφ-}}

Αναθεώρηση της 10:32, 13 Δεκεμβρίου 2009

Πρότυπο:=fr=

Πρότυπο:-ετυμ-

inquiéter < Πρότυπο:ετυμ la inquietare

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Πρότυπο:-ρημ- inquiéter (fr)

  1. (μεταβατικό) ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον
  2. 's'inquiéter: (αμετάβατο) ανησυχώ, έχω ανησυχία για κάτι