βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ -εικ |
μ αφαιρούμε το "βγάλτε τα βελάκια" στις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
<!-- Βγάλτε τα 'βελάκια' για να εμφανιστεί η κάθε γλώσσα --> |
|||
{{(}} |
{{(}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|noose}}, {{τ|en|loop}} |
* {{en}} : {{τ|en|noose}}, {{τ|en|loop}} |
Αναθεώρηση της 23:53, 23 Ιανουαρίου 2010
- βρόχος < Πρότυπο:προσχέδιο-ετυμ
Πρότυπο:-ουσ- Κόμπος στην άκρη ενός σχοινιού, ώστε να σφίγγει κάτι . Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.