απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ αφαιρούμε το "βγάλτε τα βελάκια" στις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
<!-- Βγάλτε τα 'βελάκια' για να εμφανιστεί η κάθε γλώσσα --> |
|||
{{(}} |
{{(}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|release}}, {{τ|en|free}}, {{τ|en|acquit}} |
* {{en}} : {{τ|en|release}}, {{τ|en|free}}, {{τ|en|acquit}} |
Αναθεώρηση της 02:53, 24 Ιανουαρίου 2010
- απαλλάσσω < αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω
Πρότυπο:-ρημ- απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα ή απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος
- (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
- εξαιρώ από υποχρέωση
- αθωώνω