ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+βαθμ.+πολων.+προσθ. σε ορισμό + αντίθετα
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αφαιρείται το γένος από τις μεταφράσεις
Γραμμή 110: Γραμμή 110:
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|pacjent}} {{α}} {{τ|pl|pacjentka}} {{θ}}
* {{pl}} : {{τ|pl|pacjent}} {{τ|pl|pacjentka}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 09:25, 31 Ιανουαρίου 2010

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενής η ασθενής το ασθενές
      γενική του ασθενούς* της ασθενούς του ασθενούς
    αιτιατική τον ασθενή την ασθενή το ασθενές
     κλητική ασθενή(ς) ασθενής ασθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενείς οι ασθενείς τα ασθενή
      γενική των ασθενών των ασθενών των ασθενών
    αιτιατική τους ασθενείς τις ασθενείς τα ασθενή
     κλητική ασθενείς ασθενείς ασθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Πρότυπο:-επιθ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο συγκριτικός: αθενέστερος, υπερθετικός: -

  1. που είναι άρρωστος
    οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά
  2. ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
    ο πομπός εξέπεμπε ένα ασθενές σήμα
    το ασθενές φύλο
  3. για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
    ασθενής αλληλεπίδραση

Πρότυπο:-αντων-

Πρότυπο:-ουσ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:-μτφ-