ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αγγλική μετάφραση
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους
Γραμμή 13: Γραμμή 13:


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
{{(}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|lie down}} (1,2), {{τ|en|lay down}} (3)
* {{en}} : {{τ|en|lie down}} (1,2), {{τ|en|lay down}} (3)
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
Γραμμή 35: Γραμμή 35:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{-}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
Γραμμή 56: Γραμμή 56:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{)}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ξαπλωνω}}
{{κλείδα ταξινόμησης|ξαπλωνω}}

Αναθεώρηση της 11:10, 6 Φεβρουαρίου 2010

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

ξαπλώνω < Πρότυπο:προσχέδιο-ετυμ

Πρότυπο:-ρημ- ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο) τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
  2. (αμετάβατο) πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
    θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  3. (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
  4. (μεταβατικό) ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Πρότυπο:-μτφ-