ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθήκη προτύπου μτφρ
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους
Γραμμή 20: Γραμμή 20:


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
{{(}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|awake}}
* {{en}} : {{τ|en|awake}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
Γραμμή 28: Γραμμή 28:
* {{fr}} : {{τ|fr|réveiller}}, se {{τ|fr|réveiller}}
* {{fr}} : {{τ|fr|réveiller}}, se {{τ|fr|réveiller}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
{{-}}
{{μτφ-μέση}}
* {{eo}} : {{τ|eo|veki}}, {{τ|eo|vekiĝi}}
* {{eo}} : {{τ|eo|veki}}, {{τ|eo|vekiĝi}}
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{)}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ξυπνω}}
{{κλείδα ταξινόμησης|ξυπνω}}

Αναθεώρηση της 11:26, 6 Φεβρουαρίου 2010

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική και ελληνιστική ἐξυπνῶ < ἐξ +ὕπνος

Πρότυπο:-ρημ- ξυπνώ

  1. (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
    θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
  2. (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
    αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
  4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
    ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-