έμφυτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή ονομασίας προτύπου
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους
Γραμμή 18: Γραμμή 18:


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
{{(}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|inborn}}
* {{en}} : {{τ|en|inborn}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 44: Γραμμή 44:
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->


{{-}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->


{{μτφ-τέλος}}
{{)}}


{{κλείδα ταξινόμησης|εμφυτοσ}}
{{κλείδα ταξινόμησης|εμφυτοσ}}

Αναθεώρηση της 23:32, 6 Φεβρουαρίου 2010

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμφυτος η έμφυτη το έμφυτο
      γενική του έμφυτου της έμφυτης του έμφυτου
    αιτιατική τον έμφυτο την έμφυτη το έμφυτο
     κλητική έμφυτε έμφυτη έμφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμφυτοι οι έμφυτες τα έμφυτα
      γενική των έμφυτων των έμφυτων των έμφυτων
    αιτιατική τους έμφυτους τις έμφυτες τα έμφυτα
     κλητική έμφυτοι έμφυτες έμφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

έμφυτος < αρχαία ελληνική ἔμφυτος

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Πρότυπο:-επιθ- έμφυτος, -η, -ο

  • που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη γέννησή του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
έχει έμφυτη ενεργητικότητα και τόλμη

Πρότυπο:-συνων-

Πρότυπο:-αντων-

Πρότυπο:-μτφ-


εκ γενετής