μαγειρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ αφαιρούμε το "βγάλτε τα βελάκια" στις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
<!-- Βγάλτε τα βελάκια για να εμφανιστεί κάθε γλώσσα --> |
|||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|cook}} (1) |
* {{en}} : {{τ|en|cook}} (1) |
Αναθεώρηση της 09:20, 7 Φεβρουαρίου 2010
- μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος
Πρότυπο:-ρημ- μαγειρεύω
- παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
- (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
- τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
- (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω
- μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του