μουνί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 44: | Γραμμή 44: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|cunt}}, {{τ|en|twat}} |
* {{en}} : {{τ|en|cunt}}, {{τ|en|twat}}, {{τ|en|pussy}} |
||
* {{sq}} : {{τ|sq|piçka}} |
* {{sq}} : {{τ|sq|piçka}} |
||
* {{hy}} : {{τ|hy|պուց }} (pouc') |
* {{hy}} : {{τ|hy|պուց }} (pouc') |
Αναθεώρηση της 20:28, 7 Φεβρουαρίου 2010
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουνί | τα | μουνιά |
γενική | του | μουνιού | των | μουνιών |
αιτιατική | το | μουνί | τα | μουνιά |
κλητική | μουνί | μουνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μουνί < αρχαία ελληνική μνοῦς (: χνούδι, απαλό μαλλί)
- μουνί < αρχαία ελληνική εὐνή (: συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη)
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ουσ- μουνί ουδέτερο
- το αιδοίο, το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο· αφορά περισσότερο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της περιοχής και όχι στον κόλπο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή, αλλά θεωρείται άσεμνη λέξη
- (μεταφορικά) για γυναίκα πολύ ελκυστική ή ερωτική
- (κατ’ επέκταση) για κάθε γυναίκα, όταν γίνεται αναφορά για υποψήφια σχέση ή υπάρχουσα σχέση με άνδρα
- (μεταφορικά) η ακαταστασία, το μπάχαλο
- Πρότυπο:μτφρ-υβριστ άτιμος, πρόστυχος ή κακόβουλος άνθρωπος
- έγινα μουνί: επήλθα σε άθλια κατάσταση, συνήθως από νερό/βρέξιμο
- μας έπιασε βροχή στο δρόμο και γίναμε μουνί
- μουνί καπέλο: άθλια κατάσταση
- στο μουνί μου: χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, (αντίστοιχο του αντρικού "στ' αρχίδια μου") για να δηλώσει αδιαφορία
- το μουνί σέρνει καράβι: μία γυναίκα εύκολα μπορεί να κάνει έναν άνδρα να εγκαταλείψει κάθε ασχολία του ακόμα και κάτι που ήταν πριν δύσκολο να κάνει αυτός
- ο Γιωργάκης παράτησε την ιατρική και έφυγε στο Παρίσι με τη φιλενάδα του, την οποία θα παντρευτεί. Βλέπεις, το μουνί σέρνει καράβι
- γλειφομούνι
- μουνοθύελλα
- μουνοπαγίδα
- μουνόπανο
- μουνοπλημμύρα
- μουνότριχα
- μουνόχειλα
- μουνοχυσίματα
- μουνόψειρα
μουνί
|