άδενδρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
μ Νέο Σύστημα |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{ |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος'|άδενδρ}} |
{{el-κλίσ-'όμορφος'|άδενδρ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
{{-ετυμ-}} |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' : [[α-]] στερητικό + [[δέντρο]] < {{ελνστ}} '''ἄδενδρος''' |
: '''{{PAGENAME}}''' : [[α-]] στερητικό + [[δέντρο]] < {{ελνστ}} '''ἄδενδρος''' |
||
{{ |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' και [[άδεντρος]] |
'''{{PAGENAME}}''' και [[άδεντρος]] |
||
* που δεν έχει [[δέντρο|δέντρα]] |
* που δεν έχει [[δέντρο|δέντρα]] |
||
: ''άδενδρο''' τοπίο'' |
: ''άδενδρο''' τοπίο'' |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
{{-μτφ-}} |
|||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|treeless}} |
* {{en}} : {{τ|en|treeless}} |
Αναθεώρηση της 21:48, 13 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άδενδρος | η | άδενδρη | το | άδενδρο |
γενική | του | άδενδρου | της | άδενδρης | του | άδενδρου |
αιτιατική | τον | άδενδρο | την | άδενδρη | το | άδενδρο |
κλητική | άδενδρε | άδενδρη | άδενδρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άδενδροι | οι | άδενδρες | τα | άδενδρα |
γενική | των | άδενδρων | των | άδενδρων | των | άδενδρων |
αιτιατική | τους | άδενδρους | τις | άδενδρες | τα | άδενδρα |
κλητική | άδενδροι | άδενδρες | άδενδρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- άδενδρος : α- στερητικό + δέντρο < (ελληνιστική κοινή) ἄδενδρος
Επίθετο
άδενδρος και άδεντρος
- που δεν έχει δέντρα
- άδενδρο τοπίο
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αδενδροσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'άδενδροσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'άδενδρος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αδενδροσ».