ξεγελώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
μ Νέο Σύστημα |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{ |
=={{-el-}}== |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
{{-ετυμ-}} |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἐκγελῶ]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἐκγελῶ]] |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{-προφ-}} |
|||
{{ΔΦΑ|ksɛ.ʝɛ.ˈlɔ}} |
{{ΔΦΑ|ksɛ.ʝɛ.ˈlɔ}} |
||
{{ |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|ξεγελούσα|ξεγελάσω|ξεγέλασα|ξεγελιέμαι|ξεγελασμένος}} |
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|ξεγελούσα|ξεγελάσω|ξεγέλασα|ξεγελιέμαι|ξεγελασμένος}} |
||
* [[εξαπατώ]] κάποιον με ψέμματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη |
* [[εξαπατώ]] κάποιον με ψέμματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη |
||
:''τον '''ξεγέλασε''' και του έφαγε την περιουσία'' |
:''τον '''ξεγέλασε''' και του έφαγε την περιουσία'' |
||
===={{εκφράσεις}}==== |
|||
{{-εκφρ-}} |
|||
* '''ξεγελώ την [[πείνα]] μου''' : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά |
* '''ξεγελώ την [[πείνα]] μου''' : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά |
||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
{{-συγγ-}} |
|||
* [[ξεγέλασμα]] |
* [[ξεγέλασμα]] |
||
* [[ξεγελάστρα]] |
* [[ξεγελάστρα]] |
||
* [[ξεγελαστής]] |
* [[ξεγελαστής]] |
||
===={{συνώνυμα}}==== |
|||
{{-συνων-}} |
|||
* [[εμπαίζω]] |
* [[εμπαίζω]] |
||
* [[κοροϊδεύω]] |
* [[κοροϊδεύω]] |
||
* [[παραπλανώ]] |
* [[παραπλανώ]] |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
{{-μτφ-}} |
|||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} --> |
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 06:40, 14 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεγελώ < αρχαία ελληνική ἐκγελῶ
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
ξεγελώ, πρτ.: ξεγελούσα, στ.μέλλ.: θα ξεγελάσω, αόρ.: ξεγέλασα, παθ.φωνή: ξεγελιέμαι, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος
- εξαπατώ κάποιον με ψέμματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
- τον ξεγέλασε και του έφαγε την περιουσία
Εκφράσεις
- ξεγελώ την πείνα μου : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ξεγελώ
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξεγελω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξεγελώ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξεγελω».