ψεύτικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
μ Νέο Σύστημα |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{ |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος'|ψεύτικ}} |
{{el-κλίσ-'όμορφος'|ψεύτικ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
{{-ετυμ-}} |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ψεύτης]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ψεύτης]] |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{-προφ-}} |
|||
{{ΔΦΑ|ˈpsɛf.ti.kɔs}} {{α}} |
{{ΔΦΑ|ˈpsɛf.ti.kɔs}} {{α}} |
||
{{ΔΦΑ|ˈpsɛf.ti.kι}} {{θ}} |
{{ΔΦΑ|ˈpsɛf.ti.kι}} {{θ}} |
||
{{ΔΦΑ|ˈpsɛf.ti.kɔ}} {{ο}} |
{{ΔΦΑ|ˈpsɛf.ti.kɔ}} {{ο}} |
||
{{ |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
||
# που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα |
# που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα |
||
Γραμμή 26: | Γραμμή 26: | ||
#: {{συνων}} [[εφήμερος]], [[μάταιος]] |
#: {{συνων}} [[εφήμερος]], [[μάταιος]] |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
{{-μτφ-}} |
|||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} --> |
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 09:23, 14 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψεύτικος | η | ψεύτικη | το | ψεύτικο |
γενική | του | ψεύτικου | της | ψεύτικης | του | ψεύτικου |
αιτιατική | τον | ψεύτικο | την | ψεύτικη | το | ψεύτικο |
κλητική | ψεύτικε | ψεύτικη | ψεύτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψεύτικοι | οι | ψεύτικες | τα | ψεύτικα |
γενική | των | ψεύτικων | των | ψεύτικων | των | ψεύτικων |
αιτιατική | τους | ψεύτικους | τις | ψεύτικες | τα | ψεύτικα |
κλητική | ψεύτικοι | ψεύτικες | ψεύτικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ψεύτικος < ψεύτης
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
ψεύτικος, -η, -ο
- που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
- ≈ συνώνυμα: αναληθής, ανυπόστατος, ψευδής
- ≠ αντώνυμα: αληθής, αληθινός, πραγματικός
- ο προσποιητός
- που δεν υπάρχει από τη φύση, αλλά κατασκευάζεται ως απομίμηση ενός φυσικού αντικειμένου
- ο πλαστός
- που έχει μικρή αξία ή έχει κατασκευαστεί πρόχειρα
- που δημιουργεί προσδοκίες, αλλά, τελικά, απογοητεύει
Μεταφράσεις
ψεύτικος
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ψευτικοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ψεύτικοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ψεύτικος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ψευτικοσ».