single: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +pl:single
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=en=}}
=={{-en-}}==


{{-επιθ-|en}}
==={{επίθετο|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
* [[ανύπαντρος]], ελεύθερος
* [[ανύπαντρος]], ελεύθερος
Γραμμή 14: Γραμμή 14:




{{-ουσ-|en}}
==={{ουσιαστικό|en}}===
* ανύπαντρο άτομο
* ανύπαντρο άτομο
* τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
* τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο

Αναθεώρηση της 18:24, 14 Φεβρουαρίου 2010

Αγγλικά (en)

Επίθετο

single (en)

  • ανύπαντρος, ελεύθερος
    I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
    Δεν θέλω να μείνω ανύπαντρος για πάντα. Κάποτε θέλω να φτιάξω οικογένεια.
  • μόνο ένας
    He had a single goal when he was growing up: to leave town.
    Είχε ένα μόνο σκοπό όταν μεγάλωνε: να φύγει από το χωριό.
  • για χρήση ενός ατόμου
    I want to reserve a single room for three nights.
    Θέλω να κλείσω ένα μονόκλινο για τρεις νύχτες.


Ουσιαστικό

  • ανύπαντρο άτομο
  • τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
  • στο μπέιζμπολ, χτύπημα της μπάλας που επιτρέπει στον παίκτη να φτάσει στην πρώτη βάση