συμβατός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'|συμβατ}}
{{el-κλίσ-'καλός'|συμβατ}}
==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} < [[συμβαίνω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} < [[συμβαίνω]]
==={{προφορά}}===
{{-προφ-}}
{{ΔΦΑ|siɱ.va.ˈtɔs}} {{α}}
{{ΔΦΑ|siɱ.va.ˈtɔs}} {{α}}
{{ΔΦΑ|siɱ.va.ˈti}} {{θ}}
{{ΔΦΑ|siɱ.va.ˈti}} {{θ}}
{{ΔΦΑ|siɱ.va.ˈtɔ}} {{ο}}
{{ΔΦΑ|siɱ.va.ˈtɔ}} {{ο}}
{{-επιθ-|el}}
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
# που καθορίζεται από [[σύμβαση]]
# που καθορίζεται από [[σύμβαση]]
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
#* να λειτουργήσει ισοδύναμα με κάποιο, ευρύτερα γνωστό και χρησιμοποιούμενο, σύστημα
#* να λειτουργήσει ισοδύναμα με κάποιο, ευρύτερα γνωστό και χρησιμοποιούμενο, σύστημα


===={{συγγενικά}}====
{{-συγγ-}}
* [[συμβαίνω]] και [[συμβαίνει]]
* [[συμβαίνω]] και [[συμβαίνει]]
* [[συμβάν]]
* [[συμβάν]]
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
* [[συμβατότητα]]
* [[συμβατότητα]]


===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|compatible}}
* {{en}} : {{τ|en|compatible}}
Γραμμή 41: Γραμμή 41:
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 01:45, 15 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβατός η συμβατή το συμβατό
      γενική του συμβατού της συμβατής του συμβατού
    αιτιατική τον συμβατό τη συμβατή το συμβατό
     κλητική συμβατέ συμβατή συμβατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβατοί οι συμβατές τα συμβατά
      γενική των συμβατών των συμβατών των συμβατών
    αιτιατική τους συμβατούς τις συμβατές τα συμβατά
     κλητική συμβατοί συμβατές συμβατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβατός < ελληνιστική < συμβαίνω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

συμβατός, -ή, -ό

  1. που καθορίζεται από σύμβαση
  2. που μπορεί να υπάρξει με κάτι άλλο
  3. που ταιριάζει και χρησιμοποιείται με κάτι άλλο
  4. Πρότυπο:πληροφ που μπορεί:
    • να εκτελεστεί από συγκεκριμένο υπολογιστή· λέγεται για πρόγραμμα
    • να χρησιμοποιηθεί με συγκεκριμένη συσκευή· λέγεται για εξαρτήματα υπολογιστών
    • να λειτουργήσει ισοδύναμα με κάποιο, ευρύτερα γνωστό και χρησιμοποιούμενο, σύστημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «συμβατοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'συμβατόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'συμβατός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «συμβατοσ».