ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αφαιρείται το γένος από τις μεταφράσεις
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'συνεχής'|ασθεν}}
{{el-κλίσ-'συνεχής'|ασθεν}}
==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀσθενής]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀσθενής]]


==={{προφορά}}===
{{-προφ-}}
{{ΔΦΑ|a.sθɛ.ˈnis}} {{αθ}}
{{ΔΦΑ|a.sθɛ.ˈnis}} {{αθ}}
{{ΔΦΑ|a.sθɛ.ˈnɛs}} {{ο}}
{{ΔΦΑ|a.sθɛ.ˈnɛs}} {{ο}}


{{-επιθ-|el}}
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}, '''ασθενές''' {{ο}} ''συγκριτικός:'' [[αθενέστερος]], ''υπερθετικός:'' -
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}, '''ασθενές''' {{ο}} ''συγκριτικός:'' [[αθενέστερος]], ''υπερθετικός:'' -
# που είναι [[άρρωστος]]
# που είναι [[άρρωστος]]
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
#: [[:w:ασθενής αλληλεπίδραση|ασθενής αλληλεπίδραση]]
#: [[:w:ασθενής αλληλεπίδραση|ασθενής αλληλεπίδραση]]


===={{αντώνυμα}}====
{{-αντων-}}
* (1) [[υγιής]]
* (1) [[υγιής]]
* (2) [[ισχυρός]]
* (2) [[ισχυρός]]
* (2) [[σθεναρός]]
* (2) [[σθεναρός]]


{{-ουσ-|el}}
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
* ο [[άρρωστος]], που πάσχει από μία [[ασθένεια]]
* ο [[άρρωστος]], που πάσχει από μία [[ασθένεια]]


===={{συγγενικά}}====
{{-συγγ-}}
* [[ασθένεια]]
* [[ασθένεια]]
* [[ασθενικός]]
* [[ασθενικός]]
* [[ασθενώ]]
* [[ασθενώ]]


===={{σύνθετα}}====
{{-συνθ-}}
* [[ασθενοφόρο]]
* [[ασθενοφόρο]]


===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή|επίθετο}}
{{μτφ-αρχή|επίθετο}}
* {{en}} : {{τ|en|ill}}, {{τ|en|weak}}
* {{en}} : {{τ|en|ill}}, {{τ|en|weak}}
Γραμμή 49: Γραμμή 49:
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 93: Γραμμή 93:
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 07:04, 15 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενής η ασθενής το ασθενές
      γενική του ασθενούς* της ασθενούς του ασθενούς
    αιτιατική τον ασθενή την ασθενή το ασθενές
     κλητική ασθενή(ς) ασθενής ασθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενείς οι ασθενείς τα ασθενή
      γενική των ασθενών των ασθενών των ασθενών
    αιτιατική τους ασθενείς τις ασθενείς τα ασθενή
     κλητική ασθενείς ασθενείς ασθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο συγκριτικός: αθενέστερος, υπερθετικός: -

  1. που είναι άρρωστος
    οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά
  2. ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
    ο πομπός εξέπεμπε ένα ασθενές σήμα
    το ασθενές φύλο
  3. για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
    ασθενής αλληλεπίδραση

Αντώνυμα

Ουσιαστικό

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ασθενησ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ασθενήσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ασθενής'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ασθενησ».