απλώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[απλώνω]] < [[ἁπλόω]]-ἁπλῶ
: '''{{PAGENAME}}''' < μέση φωνή του [[απλώνω]] < [[ἁπλόω]]-ἁπλῶ


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 19:15, 19 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απλώνομαι < μέση φωνή του απλώνω < ἁπλόω-ἁπλῶ

Ρήμα

απλώνομαι

  1. επεκτείνομαι, καταλαμβάνω μεγαλύτερο χώρο, εξαπλώνομαι
    απλώθηκε σε όλο τον καναπέ, λες και δεν υπήρχαν άλλοι
  2. καταλαμβάνω έναν χώρο μέχρι ένα ορισμένο όριο
    η Κίνα απλώνεται βόρεια μέχρι τη Μογγολία, δυτικά μέχρι...


Συγγενικά

Αντώνυμα


Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «απλωνομαι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'απλώνομαι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «απλωνομαι».